- άκανθος
- Γένος φυτών της οικογένειας των ακανθιδών. Είναι φυτά πολυετή, ποώδη, σκληρά, ύψους 0,60-1,50 μ., με μεγάλα φύλλα βάσης, που είναι λοβώδη, πτεροειδή και οδοντωτά. Από το κέντρο του ρόδακα των φύλλων υψώνεται στέλεχος, που φέρει στάχυ το οποίο σχηματίζεται από πολυάριθμα άνθη με στεφάνη σωληνοειδή και δίχειλη.
Στην Ελλάδα υπάρχουν αυτοφυή 4 είδη α.: η ά. η ακανθώδης, κοινή σε πετρώδεις και θαμνώδεις τόπους και γνωστή με τα ονόματα απούρανος, απρινιά, μουτρούνα, τσουλακίδα κ.ά., η ά. η μακρόφυλλος, η ά. η απαλή, που σχηματίζει θαυμάσιο υψηλό πρασινοτάπητα κάτω από τα δέντρα, γιατί αντέχει στη σκιά, και η ά. του Καρόλου Αλεξάνδρου.
Το φυτό άκανθος είναι αυτοφυές σε όλες τις μεσογειακές χώρες.
* * *η Αρχαιολ.γλυπτό κόσμημα τού κορινθιακού κιονοκράνου, που μιμείται το κομψό φύλλωμα τού ομώνυμου φυτού και ειδικότερα τού είδους Acanthus spinosus.
Dictionary of Greek. 2013.